-
1 πύρωσις
A firing, burning, Thphr.HP5.9.1.2 exposure to the action of fire, as in cooking, Arist.Pr. 928a24, Thphr.HP7.7.2, Lap.4,al.; ἡ ἐν τῷ ὑγρῷ π. boiling, Arist.Mete. 380b28; μαλακὴ π. Mnesith. ap. Ath.8.357d.III metaph., burning desire, Sch.Ar.Pl. 975.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρωσις
См. также в других словарях:
πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… … Dictionary of Greek